ἕτερος

ἕτερος
ἕτερος (ἕτερος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οιςι): -ας; -αι, -αις: nom.)
a another, any other

ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86

ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; P. 11.24

ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25

pro subs., another, others,

ἑτέροισι δὲ κῦδος ἀγήραον παρέδωκ P. 2.52

εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἂν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60

ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248

ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3

χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον (sc. ἕτεροι μὲν χρυσὸν εὔχονται) N. 8.37
b the other, remainder of

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς P. 2.80

ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.96

c as euphemism, bad δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις (ὁ κακοποιός Σ.) P. 3.34 ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις (σκληραῖς Σ.) N. 8.3
d repeated in same clause, one — another καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας (byz.: ἑτέροισιν codd.) P. 10.60

τέχναι δ' ἑτέρων ἕτεραι N. 1.25

εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ' ἕτερον ἕτερα N. 7.6

cf. N. 8.3 [ v. dub. τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν ἕτερον κάρα (nullo sensu: secl. Schr.: τέρεν coni. Galavotti) *fr. 107a. 6.*]

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἕτερος — D Mort. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» …   Dictionary of Greek

  • θάτερος — ἕτερος , ἕτερος D Mort. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὕτερος — ἕτερος , ἕτερος D Mort. masc nom sg ὄτερος , ὄτερος yatarás masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτέρω — ἕτερος D Mort. masc/neut nom/voc/acc dual ἕτερος D Mort. masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτέρων — ἕτερος D Mort. fem gen pl ἕτερος D Mort. masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτέρως — ἕτερος D Mort. adverbial ἕτερος D Mort. masc acc pl (doric) ἑτέρως D Mort. indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕτερον — ἕτερος D Mort. masc acc sg ἕτερος D Mort. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερέων — ἕτερος D Mort. masc/fem gen pl (epic ionic) ἑτερέω to suffer in half the brain pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτέραις — ἕτερος D Mort. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτέραισι — ἕτερος D Mort. fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”